- προσανατρίβω
- προσανατρί̱βω , προσανατρίβομαιpres subj act 1st sgπροσανατρί̱βω , προσανατρίβομαιpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσανατρίβω — Α 1. τρίβω κάτι με κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο 2. τρίβω κάτι επί πλέον 3. κάνω επιπρόσθετες εντριβές 4. μέσ. προσανατρίβομαι α) εξασκούμαι επί πλέον σε κάτι β) μτφ. οξύνω τη σκέψη μου συζητώντας με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατρίβω… … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek